Η προσπάθεια του Schrödinger τροφοδοτήθηκε από την αφοσίωσή του στην αρχή της συνέχειας που αποτελούσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της φυσικής. Η αρχή, με τη σειρά της, του προκάλεσε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμπληρωματικότητα του Bohr. Η προσέγγιση του Bohr φαινόταν στον Schrödinger ότι θυσίαζε τη συνέχεια για χάρη ενός απολύτως ανεπαρκούς, θολού συγκρητισμού. Θεωρείται συχνά ότι η προσέγγιση του Bohr όχι μόνο απέτυχε να δημιουργήσει μια αποδεκτή οντολογία κβαντικών φαινομένων, αλλά δεν είχε καν σκοπό να αποτελέσει μια οντολογική περιγραφή. Είναι αλήθεια ότι η προσέγγιση του Bohr ήταν αμεσότερα προσκολλημένη στα πειραματικά αποτελέσματα απ' ό,τι η προσέγγιση του Schrödinger. Ωστόσο στην προσπάθειά του να έρθει σε συμφωνία με τα πειραματικά δεδομένα, ο Bohr δεν προσχώρησε πλήρως στον ινστρουμενταλισμό [6] του Heisenberg.
Ο Schrödinger απέδωσε στον Bohr ότι αναγνώρισε «την αδυναμία να αποδοθεί φυσικό περιεχόμενο σε μια μεμονωμένη στάσιμη κατάσταση». Αξίζει να σημειώσουμε όμως ότι ο Bohr εξήγησε (στον Fowler τον Οκτώβριο του 1926) ότι κατά τη γνώμη του, αυτό που διακυβευόταν ήταν το «πώς», όχι το «εάν», θα μπορούσε να αποδοθεί φυσικό περιεχόμενο σε μεμονωμένες καταστάσεις. Ίσως αργότερα να άλλαξε γνώμη, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί αντρεαλιστής [7]. Γιατί η προσέγγισή του Bohr δεν τον οδήγησε στο να αποκλείσει το ενδεχόμενο ύπαρξης μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας. Απλά, η απόρριψη της αρχής της συνέχειας ή θα χαρακτήρισε μια εντελώς διαφορετική αφετηρία για την περιγραφή μιας οντολογίας των κβαντικών φαινομένων ή θα καθιστούσε την περιγραφή μιας (υπαρκτής) οντολογίας ανεπίτευκτη, όπως θα δούμε παρακάτω. Η ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι ο Bohr ήταν αντιρεαλιστής ίσως οφείλεται στον συνδυασμό του αντιρεαλισμού και του ινστρουμενταλισμού του Heisenberg με τη συμπληρωματικότητα του Bohr. Όμως η ταύτιση της συμπληρωματικότητας του Bohr με τον αντιρεαλισμό ενός ερμηνευτικού ρεύματος της σχολής της Κοπεγχάγης, είναι μια υπεραπλούστευση.
Κατά συνέπεια, η βασική διαφορά ανάμεσα στις προσεγγίσεις των Schrödinger και Bohr, ίσως να μην είναι ότι ο πρώτος επέμεινε στα οντολογικά ενώ ο δεύτερος επέμεινε στα επιστημολογικά ερείσματα της ερμηνείας των κβαντικών φαινομένων. Αφορούσε μάλλον τον τρόπο που αποκρίθηκαν σε κάτι στο οποίο συμφώνησαν: στην ανεπάρκεια της θεώρησης ύπαρξης ολοκληρωμένων και κλασικών μικροφυσικών σωματιδιακών οντοτήτων. Ο Schrödinger υποστήριξε ότι αυτή η έλλειψη θα έπρεπε να συνεπάγεται την εγκατάλειψη οτιδήποτε (κλασικού) σωματιδιακού χαρακτηριστικού από την οντολογία. Αλλά σύμφωνα με τον Bohr, τα πειράματα σκέδασης υποδείκνυαν ξεκάθαρα ότι αυτό θα ήταν αδικαιολόγητο και ότι θα έπρεπε να θυσιαστεί η αρχή της συνέχειας προκειμένου να αναγνωρίσει τις λεπτομέρειες των πειραματικών αποτελεσμάτων. Αυτό με τη σειρά του, αποτέλεσε την αιτία για τη διατύπωση της προσέγγισης της συμπληρωματικότητας.
[6]: Ο ινστρουμενταλισμός υποστηρίζει πως η αντίληψή μας, οι επιστημονικές μας ιδέες και θεωρίες δεν απεικονίζουν απαραίτητα τον αληθινό κόσμο επακριβώς. Είναι μόνο χρήσιμα εργαλεία για να εξηγήσουν, να προβλέψουν και να ελέγξουν τις εμπειρίες μας. Για έναν ινστρουμενταλιστή, τα ηλεκτρόνια και τα μαγνητικά πεδία είναι χρήσιμες ιδέες που μπορεί στην πραγματικότητα να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν καθόλου. Για τους ινστρουμενταλιστές, η εμπειρική μέθοδος χρησιμοποιείται μόνο για να δείξει πως οι θεωρίες είναι συνεπείς με τις παρατηρήσεις.
[7] Ο αντιρεαλισμός πρεσβεύει ότι δεν υπάρχει «πραγματικός» κόσμος. Για αυτόν, ο κόσμος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή είναι ένας κόσμος σημείων, εικόνες εικόνων που έχουν χάσει τη σύνδεσή τους με τα αρχικά αντικείμενα στα οποία αναφέρονται. Αυτά τα σημεία έχουν αποκτήσει δική τους πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που είναι πιο «πραγματική» από την πραγματικότητα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.
Μετάβαση σε άλλη ενότητα του άρθρου: