Διαλεκτική βιολογία

Διαλεκτική βιολογία (μέρος 2ο)

Η επέκταση της διαλεκτικής από την βιολογία στην πολιτική

σκέψη

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου «Ο διαλεκτικός βιολόγος» («Science as a Social Product and the Social Product of Science»), στο άρθρο «The Problem of Lysenkoism» όλοι οι προβληματισμοί των Levins και Lewontin συναντώνται και μπορεί κανείς να δει καθαρότερα τη διασύνδεση των πολλαπλών επιπέδων ανάλυσης που εφαρμόζουν στην εργασία τους. Ο «Λυσενκισμός» (Lysenkoism) έκανε (στις δεκαετίες του '30 και του '40) μια μεγάλη αλλά και ασύνετη προσπάθειά για να αναμορφώσει διαλεκτικά τη γεωργία και τη γενετική στη Σοβιετική Ένωση. Με δεδομένη την παρακμή στην οποία περιήλθε, είναι σαφώς ένας ιστορικός κριτής για τη μαρξιστική επιστήμη. Οποιοιδήποτε επερχόμενοι φιλόσοφοι στη βιολογία, δε θα μπορούν να το αγνοήσουν αυτό. Αλλά το φαινόμενο του «Λυσενκισμού» είναι σύνθετο. Γι' αυτό οι Levins και Lewontin αποκρούουν διάφορες προγενέστερες προσπάθειες να αποδοθεί η αποτυχία σε απλές αιτίες ως υπερβολικά στενόμυαλες. Αντ' αυτού, υποστηρίζουν ότι η αποτυχία σχετίζεται με αλληλοπλεκούμενες επιστημονικές, φιλοσοφικές, και πολιτικές διαπάλες και ότι μια ανεπαρκής ανάλυση μπορεί να είναι παραπλανητική και ακόμα και επικίνδυνη.

Η κριτική των συγραφέων στην όποια ορθοδοξία είναι ιδιαίτερα προφανής και σε αυτήν προσέγγισή τους στα επιστημονικά και φιλοσοφικά ζητήματα του «Λυσενκισμού». Καταδεικνύουν ότι και η «γενετική ορθοδοξία» ενάντια στην οποία επαναστάτησαν οι θεωρίες του Lysenko ήταν νοσηρή. Αυτό δε γίνεται αντιληπτό από τους περισσότερους άλλους σχολιαστές, οι οποίοι τείνουν να δέχονται το γράμμα της καθιερωμένης επιστημονικής αντίληψης ως Ευαγγέλιο. Η Λαμαρκασιανή θεωρία (η προ-Δαρβίνεια θεωρία ότι τα επίκτητα χαρακτηριστικά κληρονομούνται) δεν ήταν με κανένα τρόπο παρελθόν στη δενδροκηποκομία στη δεκαετία του '30. Έτσι δεν ήταν εξ' ολοκλήρου παράλογο το ότι ο Lysenko υιοθέτησε αυτήν την μέθοδο. Επιπλέον, η εναλλακτική λύση του Lysenko είναι προβληματική ακόμη και υπό μια διαλεκτική προοπτική, αφού στην υπερβολική «ορθόδοξη γενετική αιτιοκρατία» αντέτασσε μια εξίσου υπερβολική «περιβαλλοντική αιτιοκρατία». Αντιτέθηκε μεν στην υπερβολική έμφαση στη δομή αντί των διαδικασιών. Αλλά όχι προτείνοντας με μια σύνθεση αυτών των δύο παραγόντων, αλλά με την αντίστροφη υπερβολή.

Οι Levins και Lewontin προσπαθούν επίσης να καταστήσουν εμφανή τα πραγματικά προβλήματα που κρύβονταν από τη μόνο εν μέρει σωστή κατηγορία ότι οι «Λυσενκιστές» παραποίησαν στοιχεία για πολιτικούς λόγους. Έδειξαν ότι όσον αφορά στην κατηγορία ότι οι «Λυσενκιστές» παρέκκλιναν από τις τυποποιημένες πρακτικές μέτρησης και αξιολόγησης, υπήρχαν τρομερά προβλήματα στη μέτρηση που παραμένουν ανεπίλυτα μέχρι σήμερα. Αυτά τα προβλήματα ήταν ιδιαίτερα αισθητά στην ΕΣΣΔ, η οποία αντιμετώπιζε ακραίες μεταβολές του καιρού και άλλων παραγόντων από χρόνο σε χρόνο και τη τόπο σε τόπο. Κι αφού ο στατιστικός υπολογισμός του μέσου όρου αυτών των συνθηκών δεν έχει νόημα όταν αυτές είναι τόσο μεταβλητές, η παραγωγή χρήσιμων γενικεύσεων δε μπορούσε να γίνει αν δεν παρέβλεπαν αρκετά στοιχεία. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχουν σαφείς διαδικασίες για αυτό το πρόβλημα.

Οι συγραφείς κάνουν την άριστη χρήση του «Λυσενκισμού» για να καταδείξουν το σύνθετο φαινόμενο της αλληλοδιείσδυσης της επιστήμης και της πολιτικής. Το «Λυσενκιστικό» κίνημα εμφανίστηκε σε μια χώρα που προσπαθούσε να χτίσει μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία παρά τις ακραίες υλικές προκλήσεις και την έντονη πάλη των τάξεων. Αφ' ενός, υπήρχε η πείνα, έξωθεν επιθέσεις, η αύξηση της ξενοφοβίας και μαζική αντίσταση των αγροτών στην κολεκτιβοποίηση. Από την άλλη, η σοσιαλιστική επανάσταση γεννούσε αισιοδοξία, μια προθυμία προς τον πειραματισμό, τον μαζικό αλφαβητισμό, και ενθουσιασμό για την επιστήμη. Σε αυτό το ιδιαίτερα φορτισμένο πλαίσιο ακόμη και τα ζητήματα της γενετικής θεωρίας αναδείχτηκαν σε συλλογικά πολιτικά ζητήματα.

Εν μέρει ως αντίδραση στις ιδεολογικές υπερβολές του φαινομένου Lysenko, οι φιλελεύθεροι έχουν υιοθετήσει μια «αντι-ιδεολογική τεχνοκρατική ιδεολογία». Αντιτιθέμενοι σε αυτό, οι Levins και Lewontin θεωρούν ότι υπάρχει ανάγκη να συνυπολογιστεί η παράμετρος της πάλης των τάξεων στην επιστήμη, αλλά και να κατασταθεί αυτή η πάλη πιο πολυσύνθετη. Σε αυτή τη προσπάθεια απαιτείται η αποσαφήνιση της φύσης και του ρόλου της διαλεκτικής. Στη θεματική ενότητα που τιτλοφορείται «Μπορεί να υπάρξει μια μαρξιστική επιστήμη;» σκιαγραφούν τι δεν είναι η μαρξιστική επιστήμη και η διαλεκτική. Λένε ότι το λάθος της «Λυσενκιονιστικής» αξίωσης έγκειται την προσπάθεια να εφαρμοστεί μια διαλεκτική ανάλυση των φυσικών προβλημάτων από λανθασμένη αφετηρία. Ο διαλεκτικός υλισμός δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ, μια συστηματική μέθοδος για την επίλυση συγκεκριμμένων φυσικών προβλημάτων. Αυτό που κάνει η διαλεκτική ανάλυση είναι ότι παρέχει μια επισκόπηση και ένα σύνολο προειδοποιητικών ενδείξεων ενάντια σε ιδιαίτερες μορφές δογματισμού και στενότητας σκέψης.

Τα άρθρα «The Commoditization of Science,» «The Political Economy of Agricultural Research» και «Applied Biology in the Third World» ερευνούν ορισμένα κοινά θέματα. Κατ' αρχάς, η επιστήμη και ακόμη περισσότερο η επιστημονική έρευνα, υπό την κεφαλαιοκρατία γίνονται αντιληπτές ως προϊόντα: η έρευνα είναι μια επιχειρηματική επένδυση, κι έτσι τα έξοδα στην έρευνα ανταγωνίζονται με άλλες εταιρικές προτεραιότητες. Ο καταμερισμός της εργασίας έχει γίνει ένα σημαντικό μέρος της έρευνας κι έτσι οι περισσότεροι επιστήμονες έχουν εξειδικευμένες δεξιότητες: σχολεία που εκπαιδεύουν πάνω στον επιστημονικό εξοπλισμό έχουν γίνει σημαντική βιομηχανία. Ως παράδειγμα οι συγγραφείς εξετάζουν τις αλλαγές που έχουν προκύψει στη γεωργία. Η καλλιέργεια, παρ' ότι γίνεται κατά ένα μεγάλο μέρος από μεμονωμένους αγρότες, είναι σήμερα μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της γεωργίας συνολικά. Κι αυτό γιατί γεωργία περιλαμβάνει και την παραγωγή και τη διανομή των υλικών που οι αγρότες αγοράζουν για την καλλιέργεια (σπόρους, λίπασμα, φυτοφάρμακα, εξοπλισμό) και την επεξεργασία, τη διανομή, και πώληση των αγροτικών προϊόντων. Ο ρόλος της έρευνας πάνω στη γεωργία είναι να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες ολόκληρου αυτού του συστήματος. Και οι αγρότες τείνουν να θεωρήσουν ότι αυτό τους συμφέρει, αφού οι συνθήκες του δικού τους μέρους παραγωγής καθορίζονται από τα μονοπώλια των προμηθευτών και τους αγοραστές των βοηθητικών αγροτικών υλικών και των προϊόντων.

Μια άλλη παράμετρος του θέματος είναι ότι ένας σημαντικός στόχος της επιστήμης και της επιστημονικής έρευνας, ειδικά στην ανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου, είναι ο κοινωνικός έλεγχος. Κι αυτό λειτουργεί με πολλούς τρόπους: Λειτουργεί λόγω του υψηλού της κόστους, με το να καθιστά την παραγωγή εξαρτώμενη από ξένους εμπειρογνώμονες ή και με την ανάπτυξη μιας τεχνικά προοδευτικής αγροτικής επιχειρηματικής τάξης που μπορεί να κατευνάσει την επαναστατικότητα των αγροτών και να παρέχει μια πιο διαλλακτική βάση πολιτικής υποστήριξης για τη διεθνή κεφαλαιοκρατία. Ακόμη και μέσω ερευνητικών ιδρυμάτων και σχολείων των οποίων η δομή, η παιδαγωγική, και το προσωπικό έχει εισαχθεί σε σημαντικό βαθμό από τις βιομηχανικές χώρες.

Από τη μακρά συμμετοχή τους στη μετα-επαναστατική τεχνική και γεωργική ανάπτυξη του τρίτου κόσμου, οι Levins και Lewontin έχουν μια ασυνήθιστα σαφή αντίληψη για τον ιστορικό χαρακτήρα της δυτικής επιστήμης. Οι αστικές συνθήκες της επιστημονικής εργασίας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογία των επιστημόνων, τους καθιστούν ατομικιστικές, ελιτιστικές, υπο-ειδικευμένους και με «καρτεσιανή» αντίληψή.

Η θεωρία και η πράξη των Levins και Lewontin αντιτίθενται σε αυτό. Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές στην εργασία τους πάνω στον τρίτο κόσμο, όπου υπάρχει καταλληλότερο έδαφος για να αγωνιστεί κανείς για ένα εναλλακτικό πρότυπο της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης. Εκεί υποστηρίζουν ότι ενώ η επιστήμη (όπως και η δημοκρατία) ξεκίνησε ως μια δύναμη απελευθέρωσης απέναντι στον έλεγχο της σκέψης, η ίδια της η επιτυχία την κατέστησε δέσμια όσων ελέγχουν τους πόρους των ερευνών και διαχειρίζονται την πληροφορία που παράγει. Στον τρίτο κόσμο δε, έφτασε με ακόμη πιο διεστραμμένη μορφή αφού χρησιμοποιήθηκε από τους κυρίαρχους αποίκους για την εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών και την επιβολή της κουλτούρας των πρώτων σε αυτούς.

Θεωρούν πως υπάρχουν τέσσερεις βασικές προσεγγίσεις της επιστήμης απέναντι στον τρίτο κόσμο. Η πρώτη θεωρεί πως μια πλήρως αναπτυγμένη επιστήμη σε εθνικό επίπεδο είναι μια απρόσιτη πολυτέλεια για τον τρίτο κόσμο και γι' αυτό δεν την ενισχύει. Οι δύο επόμενες προσεγγίσεις είναι «αναπτυξιακές» και κοινά τους χαρακτηριστικά είναι ότι α) θεωρούν πως σκοπός του υπανάπτυκτου είναι το να πλησιάσει τον αναπτυγμένο και β) πως δεν αμφισβητούν την ιδεολογική δομή της επιστήμης όπως έχει αναπτυχθεί. Ωστόσο η συντηρητική εκδοχή αυτής της προσέγγισης έχει σκοπό τον έλεγχο και την εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου ενώ η ριζοσπαστική προσπαθεί να θέσει την επιστήμη στην υπηρεσία των ντόπιων πληθυσμών. Υπάρχει όμως και η διαλεκτική προσέγγιση που θεωρεί ότι η ίδια η επιστήμη, έτσι όπως έχει δομηθεί, είναι προϊόν της αστικής επανάστασης και ότι έχει διαποτιστεί από τη νοοτροπία του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο αυτή η θέση δεν έχει ακόμη αναπτύξει μια ολοκληρωμένη και συνεπή προγραμματική έκφραση. Για τους συγγραφείς αυτό αποτελεί το ζητούμενο. Υποστηρίζουν ότι με τις σημερινές συνθήκες δεν παράγεται μια ομογενοποιημένη «οικουμενική επιστήμη» που εξομαλύνει τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Η επιστήμη υποτάσσεται στα αστικά συμφέροντα και αποθαρρύνεται από το να υπηρετήσει πανανθρώπινους στόχους. Μάλιστα σημειώνουν πως ακόμη και οι Μαρξιστές επιστήμονες που ζουν στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα που οι χώρες αυτές διαθέτουν για να αναπτύξουν μια επιστήμη όπως θα ήθελαν. Κι αυτό γιατί οι προσεγγίσεις τους χαρακτηρίζονται «μη ρεαλιστικές», δηλαδή ασύμβατες με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου και τις κυρίαρχες ιδεολογίες και γι' αυτό δεν εφαρμόζονται ποτέ. Μπορεί π.χ. να ενθαρρύνεται και στις βιομηχανικές χώρες μια μη πολιτική επιστημονική προσέγγιση με ανθρωπιστικούς στόχους όπως αυτή της μείωσης του λιμού στον κόσμο. Αυτή όμως θα προϋποθέτει «ρεαλισμό», δηλαδή την μη αναδιανομή του πλούτου… Γι' αυτό, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι πρέπει να τεθούν εκ νέου τα ερωτήματα για την πρακτική έρευνα με έναν θεμελιώδη τρόπο, με το να οριστούν οι κατάλληλες υποδιαιρέσεις των επιστημών, οι συγκρουόμενες ανάγκες για την εξειδικευμένη και την ευρύτερη γνώση καθώς και να εκπαιδευτούν επιστήμονες με επαναστατικές ιδέες.

Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του «διαλεκτικού βιολόγου» καταπιάνονται με το οντολογικό ερώτημα του «Τι είναι η ανθρώπινη φύση». Άλλωστε φαίνεται αυτονόητο ότι για να υποδείξει κανείς πώς θα έπρεπε να είναι δομημένη η ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να έχει μια θεώρηση για την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο τελικά απαντούν με απρόσμενο τρόπο σε αυτό το ερώτημα αλλά πριν σχολιαστεί αυτό, χρειάζεται μια ιστορική αναδρομή.

Τον δέκατο ένατο αιώνα οι πιο επικρατούσες θεωρήσεις ήταν αυτές του ιδεαλισμού και του υλισμού. Ο ιδεαλισμός εκπροσωπούταν κυρίως από τη θεολογία που θεωρούσε τον άνθρωπο ποιοτικά διάφορο των άλλων ζωντανών οργανισμών αφού του απέδιδε ψυχή. Από την άλλη ο υλισμός έδινε έμφαση στη σχέση και την ομοιότητα του ανθρώπου με την υπόλοιπη φύση. Ο Μαρξ θεωρούσε την ιστορία της ανθρωπότητας ως μέρος της φυσικής ιστορίας. Έτσι, δεν αντιλαμβανόταν την ανθρώπινη ιστορία ως την εξέλιξη των ιδεών και της ηθικής. Την θεωρούσε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δρουν πάνω στη φύση για να επιβιώσουν και καταλάβαινε τις κοινωνικές σχέσεις ως το μέσο παραγωγής αγαθών και διαιώνισης του είδους.

Για τις συντηρητικές πολιτικές ιδεολογίες το άτομο προηγείται οντολογικά της κοινωνικής οργάνωσης κι επομένως θεωρεί ότι η δομή της κοινωνίας είναι εν πολλοίς γενετικά καθορισμένη. Τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και η αναρχική αριστερά αποδέχονται κι αυτές ότι η κοινωνία δομείται με βάση την βιολογικά καθορισμένη ανθρώπινη φύση, αλλά θεωρούν ότι η τελευταία έχει άλλα χαρακτηριστικά. Ενώ οι συντηρητικοί της αποδίδουν π.χ. επιθετικότητα, κτητικότατα και ξενοφοβία, οι αριστεροί αναρχικοί υποστηρίζουν ότι έχει συνεργατικότητα και αλτρουϊσμό, αλλά ότι οι άνθρωποι εξωθούνται στον ανταγωνισμό από έναν τεχνητό κόσμο.

Για τον κλασικό Μαρξισμό αυτό που διαφοροποιεί το ανθρώπινο είδος είναι η εργασία. Ωστόσο αυτός ο ορισμός εμπεριέχει σοβαρά προβλήματα κι ένα από αυτά είναι ότι δεν μας δίνει κάποια πληροφορία για το πώς θα έπρεπε η κοινωνία να δομηθεί. Η εικόνα που δίνει για τον άνθρωπο είναι πολιτικά αδιάφορη.

Μια ριζοσπαστική εναλλακτική θεώρηση είναι ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι είναι απλά αυτό που επιλέγουν να είναι. Και αυτή η θέση, προφανώς, δε μπορεί να παράξει πολιτική πρόταση.

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το ίδιο το ερώτημα «Τι είναι η ανθρώπινη φύση;» είναι προβληματικό. Πιστεύουν ότι αντανακλά έναν Πλατωνικό ιδεαλισμό. Κι ότι η προσπάθεια να καταλάβει κανείς την ποικιλότητα του συνόλου των ανθρώπων προσπαθώντας να εντοπίσει κάποια κρυμμένη ομοιομορφία που ονομάζει «ανθρώπινη φύση» ανήκει στον προ-δαρβίνειο ιδεαλισμό της επιστημονικής σκέψης. Η διαλεκτική οπτική αναγνωρίζει την ετερογένεια τόσο της προσωπικής ιστορίας κάθε ατόμου όσο και των κοινωνικών εξελίξεων. Μάλιστα, θεωρεί αυτήν την ετερογένεια ως κινητήρια δύναμη εξέλιξης. Ακόμη, δεν αποδίδει εγγενείς ιδιότητες στα πρόσωπα ή τις κοινωνίες, αλλά συγκεντρώνει την προσοχή της στην ερμηνεία των ατομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών. Βιολογικές λειτουργίες όπως η διατροφή και η σεξουαλικότητα έχουν αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά και σκοπούς, καθώς ο άνθρωπος εντάχθηκε σε κοινωνικά πλαίσια που τους προσέδωσαν άλλο περιεχόμενο. Το πολιτικό όραμα ενός υλιστή, λοιπόν, δεν πηγάζει από μια συγκεκριμένη θεώρηση της «ανθρώπινης φύσης». Η αφετηρία του εντοπίζεται στην έκδηλη πάλη του ανθρώπου για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, στον αγώνα του ενάντια στη φτώχεια και την καταπίεση.

Η θέση των συγγραφέων είναι ότι το σύστημα δεν χρειάζεται απλά βελτιώσεις αλλά ότι είναι εκ θεμελίων άδικο, παράλογο και επικίνδυνο. Κι ότι η ίδια η νοοτροπία της κοινωνίας πρέπει να αλλάξει (αποσυνδέοντας π.χ. την έννοια της «ευημερίας» από την κατανάλωση). Τότε οι άνθρωποι θα αρχίσουν να αναθεωρούν τις αντιλήψεις τους την εκπαίδευση, τη δομή της οικογένειας, το σύστημα υγείας, την κατανομή της εργασίας, την πολιτιστική δημιουργία, την οικονομία και τις προσωπικές τους σχέσεις.

Συνέχεια άρθρου >

Μετάβαση σε άλλη ενότητα του άρθρου:

  1. Διαλεκτική βιολογία
  2. Η επέκταση της διαλεκτικής από την βιολογία στην πολιτική
  3. Συμπερασματικά
  4. Κριτική και απολογισμός